- υαινάρκτος
- (hyaenarctos). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων, το οποίο έχει εκλείψει. Τα ζώα αυτά διέφεραν από τις αρκούδες, μόνο σε ό,τι αφορά την οδοντοστοιχία τους, στην οποία οι τραπεζίτες ήταν πλατύτεροι και χαμηλότεροι. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν μέσα σε στρώματα του μειόκαινου και του πλειόκαινου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και τη βόρεια Αμερική. Λείψανα του είδους βρέθηκαν και στην Ελλάδα, σε πόντια στρώματα, στο Πικέρμι της Αττικής.
* * *η, Ν(παλαιοντ.) γένος σαρκοφάγων θηλαστικών που έχουν εκλείψει και λείψανα τών οποίων ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις τού μειόκαινου και τού πλειόκαινου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaenarctos (< ύαινα + άρκτος)].
Dictionary of Greek. 2013.